τσερά

τσερά
η, Ν
βλ. τσαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσαρά — και τσερά, η, Ν 1. κυρά 2. θεία γιαγιά 4. (στην Λέσβο) το ουράνιο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρά / κερά με τσιτακισμό (πρβλ. τσίχλα: κίχλη)] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”